κίκκαβος

κίκκαβος
κίκκαβος, ὁ (Α)
1. ονομασία μικρού νομίσματος πολύ μικρής αξίας, το οποίο χρησιμοποιούσαν στον Άδη, κατά τον Πολυκράτη
2. κίμβιξ*, φιλάργυρος («κίμβικας καί κικκάβους τοὺς αἰσχρούς», Φώτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Κωμική γλωσσοπλασία τού Φερεκράτη από τη λ. κικκάδη «κουκουβάγια», πτηνό που απεικονιζόταν στα αθηναϊκά νομίσματα, ενώ η κατάλ. -βος θυμίζει το κόλλυβος (ονομασία μικρού νομίσματος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κίκκαβος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κικκάβους — κίκκαβος masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κικκάβινος — κικκάβινος, ίνη, ον (Α) [κίκκαβος] αυτός που αξίζει όσο ένας κίκκαβος*, ευτελής, ασήμαντος, μηδαμινός …   Dictionary of Greek

  • κικκάβιν — και κικκάβιον (Α) [κίκκαβος] (κατά τον Ησύχ.) «ἐλάχιστον, οὐδέν» …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”